- εὐθάλεια
- εὐθάλ-εια [θᾰ], ἡ,A bloom, flower of a thing,
εὐδαιμοσύνας Archyt.
ap. Stob.3.1.107: [full] εὐθᾰλίατῶν καρπῶν EM442.13
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐδαιμοσύνας Archyt.
ap. Stob.3.1.107: [full] εὐθᾰλίατῶν καρπῶν EM442.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθάλεια — η (ΑΜ εὐθάλεια) [ευθαλής] νεοελλ. το φυτό άτροπος, μπελαντόνα (μσν. αρχ.) το άνθος, η ακμή («εὐδαιμονίας εὐθάλεια») … Dictionary of Greek
εὐθαλείας — εὐθαλείᾱς , εὐθάλεια bloom fem acc pl εὐθαλείᾱς , εὐθάλεια bloom fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθάλειαν — εὐθάλεια bloom fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθαλειούχος — ο (για φάρμακο) αυτός που περιέχει ευθάλεια, μπελαντόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθάλεια + ούχος (< έχω), πρβλ. δικαι ούχος, κεφαλαι ούχος] … Dictionary of Greek
Efthalia Koutroumanidou — Austrian Mast … Deutsch Wikipedia